Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Αντιδράμε με στίχους . . . .

Μέσα στη μπόχα των ημερών μας,
έτσι σαν αντίδραση μια αγκαλιά
μυρωμένα λουλούδια αρμόζει.
Λίγοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου


απ’ τις νεανικές του σπονδές
στην άδολη αγάπη απ’ την
«ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ».


Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.
Τυφλός
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής.
Κ’ η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
Από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία, όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τα’ όνειρο
κ’ η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

Αγαπημένη
Δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούργισμα.

Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος ;

Δεν ακούς μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ’ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα της αυγής ;

Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν
τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
Κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου
που σε βλέπουν.
Καμμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ριτυδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.

Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.
Το φιλί μας εσφράγισε
την αιώνια σιγή.
Δε μένει πια κενή
μήτε μια ρόδινη γωνία
των κυττάρων μας.

Τίποτ’ άλλο.
Τίποτ’ άλλο.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

85 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ

Αυτές τις μέρες έτυχε να διαβάζω το Βιβλίο του BRUSE KLARK "Δυό φορές ξένος". Αν και δεν πιστεύω στις συμπτώσεις θεωρώ σημαδιακό πως κοιτώντας τυχαία τις ιστορικές επετείους έπεσα γκανιάν στη σημερινή ημερομηνία http://www.sansimera.gr/ ακριβώς 85 χρόνια απ' τη συνθήκη της Λωζάννης 17 Γενάρη 1923 οπότε κάποιοι πολιτικοί απ' την Ελλάδα και την Τουρκία, μαζί με τις Υπερδυνάμεις του τότε μεθόδευσαν, αποφάσισαν, οργάνωσαν και εκτέλεσαν την μεγαλύτερη αναγκαστική μετανάστευση πληθυσμών από τις πατρογονικές τους εστίες που έχει γνωρίσει η ανθρώπινη Ιστορία. Έχοντας οικογενειακές καταβολές από προσφυγιά και προσωπικές εμπειρίες από επαφές με ανθρώπους που έζησαν και βιώνουν ακόμα και σήμερα τα κατάλοιπα ενός άδικου και βάρβαρου ξεριζωμού κι απ' τις δυό όψεις του νομίσματος, δεν θα επεκταθώ παραπάνω αλλά θα παραθέσω εδώ λίγες γραμμές στη μνήμη αυτών που έφυγαν με την ανεκπλήρωτη ελπίδα να ξαναβρεθούν έστω για λίγο στη γη που τους γέννησε ....

Μανώλης Αξιώτης , αφηγητής στο μυθιστόρημα
της Διδώς Σωτηρίου "Ματωμένα χώματα".
" Σεφκιέτ ! Δε με γνωρίζεις, τζάνεμ ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ.
Νε απίορ, Σεφκιέτ ; Αχ Σεφκιέτ ! Σεφκιέτ ! Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τις καρδιές μας άδικα. Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά, κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά ! Νά 'ταν λέει ψέμα όλα όσα περάσαμε , και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια με τις όμορφες ... Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελέμ σοϊλέ... έχε γειά Ανατολία ! Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα.
Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!


Καθηγήτρια Ayse Lahur Kirtunc της οποίας η
οικογένεια έφτασε στην Τουρκία από την Κρήτη.
Είναι αργά για μας να διατηρήσουμε τις μνήμες μας.
Η ουσία τους η αρχική ουσία, έχει ήδη αφανιστεί.
Εκείνοι οι πρώτοι πρόσφυγες πήραν μαζί τις αναμνήσεις τους,
αναμνήσεις που έπρεπε να είχαν καταγραφεί χωρίς καθυστέρηση.
Έχουν περάσει ογδόντα χρόνια
και οι αναμνήσεις παλεύουν με κάτι άλλο,
έτοιμο να παραποιηθεί.
Αλλά το επίκεντρο της διήγησης κάθε πρόσφυγα
παραμένει το ίδιο.
Να γεννιέσαι σ' ένα μέρος,
να γερνάς σ' ένα άλλο
και να αισθάνεσαι ξένος και στα δυό μέρη.

Φωτογραφία από συναυλία της χορωδίας των εμιγκρέδων της Λωζάννης με καταγωγή από Κρήτη, Γιάννενα, Φλώρινα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα . . . . . .
(Δίδυμα - καλοκαίρι 2007)

Με όλο το θάρρος δανείζομαι ένα απόσπασμα από την παρουσίαση από την Άνθη Καρρά του Τούρκου Λογοτέχνη NEGATI CUMALI στα Βουρλά της Μ. Ασίας την Άνοιξη του 2007.
" Είναι κουσούρι που σε ακολουθεί η προσφυγιά. Ακόμα κι αν στα μάτια των άλλων συμπολιτών σου φαντάζεις πλήρως και επιτυχώς ενταγμένος, όσο διατηρείται η μνήμη υπάρχει μέσα σου μια ρωγμή. Και η ρωγμή αυτή σε κάνει μοιραία να αναζητάς συνοδοιπόρους της ψυχής σου, ανθρώπους δηλαδή που κρύβουν μέσα τους την ίδια με σένα ρωγμή. Κι εκεί τα σύνορα των εθνών καταλύονται. Γιατί «πατρίδα» είναι πάντα η κοινή εμπειρία, η κοινή δοκιμασία. « Μυρίστηκα» λοιπόν τον πρόσφυγα κι αγόρασα αμέσως τα βιβλία του! Ενώ για μένα η Ελλάδα ήταν πάνω απ’ όλα - πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς; - μια «χώρα προσφύγων», άργησα πολύ να συνειδητοποιήσω ότι ίσως να υπάρχει και μία «Τουρκία προσφύγων». Για κάποιο λόγο, που τώρα πια ξέρω πως οφειλόταν στη δική μου ματιά - όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μέσα από την παιδεία που μου έδωσε η εσωστραφής κοινωνία στην οποία μεγάλωσα – είχα μάθει να βλέπω την Τουρκία σαν κάτι το συμπαγές, το ομογενές. Αδυνατούσα να διακρίνω στο πορφυρό της σημαίας της όλους εκείνους τους ιριδισμούς και τις αποχρώσεις που, ήδη από την εφηβεία, είχα αρχίσει να διακρίνω ξεκάθαρα στο γαλανό της ελληνικής. Αυτό το «συμπαγές» αναζήτησα να σπάσω γνωρίζοντας καλύτερα τη χώρα αυτή, δηλαδή τους ανθρώπους της όπως είναι σήμερα, πόσο μάλλον που αποτελούσε, με τη μορφή που της έδιναν οι άνθρωποι του χθες της, τη μοναδική χώρα που άκουσα στα παιδικά μου χρόνια να αποκαλούν στο σπίτι μου «Πατρίδα». Η ζωντανή επαφή με τους ανθρώπους της δημιούργησε πολύ γρήγορα ανεπανόρθωτα ρήγματα στο συμπαγές κατασκεύασμα της παιδείας μου, κάτι όμως μου έλειπε. Είχα ανάγκη και από «γραπτές αποδείξεις». Ίσως γιατί κάτι δείχνει η έλλειψη γραπτών κειμένων. Το γραπτό κείμενο είναι πάντα μια μορφή διεκδίκησης. Μέσα από αυτό αναδύεται μία ατομικότητα, μία διαφορετικότητα δηλαδή, ακόμα κι αν η ίδια νομίζει πως μιλά εξ ονόματος της κοινοτητάς της. Και η διαφορετικότητα αυτή διεκδικεί, στηριζόμενη στα βιώματά της, μια δική της εκδοχή των συμβάντων. Ακομα κι αν ο λόγος της δεν φαίνεται με μια πρώτη ματιά να διαφέρει σε τίποτα από τον επίσημο λόγο, ακόμα κι αν αρθρώνεται από επιθυμία να τον συμπληρώσει, εμπεριέχει πάντα εν δυνάμει κάτι που μπορεί να τον ανατρέψει. Κι αυτό γιατί το γραπτό κείμενο σου επιτρέπει, συσχετίζοντάς το με άλλα, να ακροασθείς τις σιωπές του, να διαβάσεις, όπως λένε οι Γάλλοι, και «ανάμεσα στις γραμμές του».
Ξέρω πόσο πιο αδύναμος θα αντηχούσε σήμερα μέσα μου ο απόηχος από όλες εκείνες τις διηγήσεις που άκουγα στα παιδικά μου χρόνια από τις γιαγιάδες μου, αν δεν τον υποβάσταζαν σταθερά η σθεναρή πένα της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Φώτη Κόντογλου, αλλά και όλες οι άλλες λιγότερο γνωστές φωνές, που χρόνια τώρα συνωστίζονται στα ράφια της βιβλιοθήκης μου. Φωνές στις οποίες ανατρέχομε όταν οι οικείες μας φωνές σιγούν, πόσο μάλλον που αυτές σχεδόν πάντα σιγούν όταν έρχεται η στιγμή να τις ακούσομε πραγματικά και να τους θέσομε τα δικά μας ερωτήματα. Οι φωνές όλων εκείνων των ανθρώπων που, ναι ! αντιστάθηκαν στην κρατική λογική του βίαιου αυτού εκπατρισμού, συλλέγοντας και καταγράφοντας μνήμες, ιδιώματα, ήθη και έθιμα, φτιάχνοντας μέσα από τις οικογενειακές και προσωπικές τους αναμνήσεις ιστορίες, αφήνοντας έτσι να ακουστεί η φωνή όσων δεν είχαν τότε μερίδιο ευθύνης σε μια απόφαση που Άλλοι πήραν «για το καλό τους».

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

ΖΑΧΟΠΟΥΛΕΙΑΔΑ . . . .


Αυτές τις μέρες το ‘χω σκοπό να τελειώσω
ένα ενδιαφέρον βιβλίο που άρχισα.
Δεν θα μπω στον κόπο να γίνω θεατής
στο επόμενο επεισόδιο του σήριαλ
της «ΖΑΧΟΠΟΥΛΕΙΑΔΑΣ».
Διόλου δεν μ’ ενδιαφέρει -
ποιος πασάρισε το επίμαχο DVD
στο γραφείο τύπου του Καραμανλή.
Πιότερο με απασχολεί το βράχωμα (τσιμεντάρισμα)
των αρχαιολογικών χώρων
παρά τα κάθε είδους ξεβρακώματα.
Δεν έχω αγοράσει, ούτε καν λαθραναγνώσει
ποτέ μου ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ή παρόμοια έντυπα
- κι ούτε τέτοιο έχω σκοπό.
Δεκάρα δεν δίνω τσακιστή για την τηλεμαχία
των κ.κ. Αναστασιάδη και Τριανταφυλλόπουλου.
Ας μπεί κάποιος άλλος στον κόπο να απονείμει
το «Χρυσούν Μετάλλιον»
της Δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Δεν αντέχω να υποστώ ξανά την
για πολλοστή φορά επαναλαμβανόμενη
διακήρυξη ήθους περί «μηδενικής ανοχής …. »
του πρωθυπουργού - που πράγματι (πολύ πετυχημένο)
θυμίζει τον Αυλωνίτη στην παλιά καλή Ελληνική Κωμωδία…
Μόνο που τότε έφερνε γέλιο – τώρα ούτε καν κλάμα –
μόνο οργή και απόγνωση . . . .
Κρίμα να ‘ναι όλη η Ελλάδα θεατής
να κλαίει και να γελάει ασύστολα
μπροστά σ’ ένα καθρέφτη . . . .
Κρίμα όλες οι εξουσίες χεροπιαστά
Κεφάλαιο, Πολιτική, Τύπος, Δικαιοσύνη
το χορό να χορεύουν της Σαλώμης.
Κρίμα κι όλες οι φυλακές - στρούγγα
Ρουμάνοι κι Αλβανοί «Αγιάννηδες»
κλεφτρόνια πόρνες και πρεζόνια.
Κρίμα . . . . γι’ ακόμα μια φορά
να ‘μαστε μάρτυρες στην διαπόμπευση
του άμοιρου αυτού του τόπου.